δύσνυμφος

δύσνυμφος
δύσ-νυμφος, ον,
A ill-wedded or ill-betrothed, E.IT216 (lyr.), Tr.144 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δύσνυμφος — δύσνυμφος, ον (Α) (για γυναίκα) η δυστυχισμένη στον γάμο …   Dictionary of Greek

  • δύσνυμφον — δύσνυμφος ill wedded masc/fem acc sg δύσνυμφος ill wedded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσνυμφε — δύσνυμφος ill wedded masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”